-
1 ἐπιστρέφω
Aἐπέστροφα Diog.
(v. infr. 1.2a):—turn about, turn round, νῶτον Orac. ap. Hdt.7.141;δεῦρ' ἐ. κάρα E.Heracl. 942
, cf. X.Cyn.10.12; ; ἐ. τὰς ναῦς tack (cf.ἐπιστροφή 11.1
), Th.2.90; also, put an enemy to flight, X.HG6.4.9; wheel about,τοὺς ἱππεῖς Plu.Sull.19
; wheel through a right angle, Ascl.Tact.10.5 ([voice] Act. and [voice] Pass.), etc.; intr., ib.12.11, etc.b. intr., turn about, turn round, ἕλκε δ'ἐπιστρέψας Il.3.370
; here only in Hom., and perh. trans., whirl, but v. Hdt.2.103, S.Tr. 566;ἀλλὰ πᾶς ἐπίστρεφε δεῦρο Ar.V. 422
; of ships, put about, Plb.1.47.8,50.5; of a wild boar, turn upon the hunter,ἐπί τινα X.Cyn.10.15
; return, ἀπὸ τῆς στρατείας Epist. Philipp. in IG9(2).517.37 ([place name] Larissa), cf. Ev.Matt.12.44, etc.; of an illness, recur, f.l. for ὑπο-, Hp.Coac. 124: as Hebraism, c. inf., as periphrasis ofπάλιν, ἐπιστρέψει.. εὐφρανθῆναι LXXDe.30.9
, cf. 2 Es. 9.14, al.; so with καί and finite Verb, ἐπέστρεψεν καὶ ᾠκοδόμησεν ib.2 Ch.33.3, cf. Ma.1.4, al.2. turn towards,νόημα Thgn.1083
;ἦθος κατά τινα Id.213
; ἐ. τινά turn his attention towards one, Luc. Tim.11; τινὰ πρός τι, εἰς ἑαυτόν, Plu.2.21c,69f, cf. Hdn.5.3.8; οἱ τὴνἙλλάδα ἐπεστροφότες ἐπὶ σοφίαν Diog.Ep.34.1
; ἐ. πίστιν press a pledge upon one, S.Tr. 1182; ἐ. τὴν φάλαγγα bring it into action, Plu. Ant.42: hence,b. intr., turn (oneself) towards, X.Eq.8.12, etc.; ἐ. εἰς or πρὸς ἑαυτόν, of νοῦς, reflect, Plot.5.3.1, Procl.Inst.15; τὸ ἐπιστρέφον βαθρικόν the steps leading to the sarcophagus, Judeich Altertümervon Hierapolis 152.3. turn or convert from an error, correct, cause to repent, Luc.Hist.Conscr.5, Plu.Alc.16;πλημμελοῦντας Id.Cat.Mi.14
; warn, Philostr.VS1.7.1; coerce, Cod.Just.4.20.15.1.b. [voice] Pass., to be converted, return,ἐπὶ Κύριον LXXDe.30.2
; intr., repent, ib.Ju.5.19, al., Ev.Matt.13.15,Ev.Luc.22.32, etc.c. Philos., cause to return to the source of Being,τινὰς εἰς τὰ ἐναντία καὶ τὰ πρῶτα Plot. 5.1.1
;τι πρὸς τἀγαθόν Procl.Inst. 144
:—[voice] Pass., Plot.1.2.4, 5.2.1; τὸπροϊὸν ἀπό τινος -στρέφεται πρὸς ἐκεῖνο ἀφ' οὗ πρόεισιν Procl.Inst.31
;πρὸς τὸ ἕν Dam.Pr.27
:—also intr. in [voice] Act.,ἐ. εἰς ἑαυτόν Plot.5.3.6
; τὸ γεννηθὲν φύσει πρὸς τὸ γεννῆσαν ἐ. Porph.Sent.13; οὐδὲν τῶν σωμάτων πρὸς ἑαυτὸ πέφυκεν ἐ. Procl.Inst.15.4. curve, twist, ὀδύνη σε περὶ τὰ σπλάγχν' ἔοικ' ἐπιστρέφειν v.l. in Ar.Pl. 1131;ἐ. ἐπισκύνιον AP11.376.8
(Agath.):—[voice] Pass., to be distorted,ἢν τράχηλος ἐπιστραφῇ Hp. Aph.4.35
; of hair, curl,οἷς ἐπέστραπται τὸ τρίχιον Arist.Pr. 963b10
; ἐπεστραμμένος, of a tree, crooked, Thphr.HP3.8.4; of fir-needles, bent, ib.3.9.6.II. [voice] Med. and [voice] Pass., esp. in [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐπεστράφην [ᾰ], alsoἐπεστρέφθην Opp.C.4.179
: [dialect] Dor. [ per.] 3sg. [tense] fut. [voice] Pass.- στραφησεῖται GDI3089.27
([place name] Callatis):—turn oneself round, turn about, ἤϊε ἐπιστρεφόμενος constantly turning, as if to look behind one, Hdt. 3.156: and with acc., πολλὰ θάλαμον ἐξιοῦσ' ἐπεστράφη turned to gaze on it, E.Alc. 187; so of a lion retreating, Arist.HA 629b15; δι' οὗ πάσας ἐπιστρέφεσθαι τὰς περιφοράς by which all the revolving spheres are turned, Pl.R. 616c; δόξα τῇδ' ἐπεστράφη thus turned about, changed, S.Ant. 1111.2. go back-and forwards,πάντῃ h.Hom.27.10
; κατ' : c.acc., γαῖαν ἐπιστρέφεται wanders over the earth, with collat. sense of observing, studying it, Hes.Th. 753, Thgn.648; soἐ. ὀρέων κορυφάς Anacr.2.4
: also c. acc. loci, turn to a place, πόθεν γῆς τῆσδ' ἐπεστράφης πέδον; E.Hel.83, cf. 89, 768, Ion 352 (also εἰςχώρας X.Oec.4.13
): c.acc. cogn., [διεξόδους] ἐπιστρέφεσθαι walk in.., Pl.Phdr. 247a; of the sun, revolve, D.P.584.3. turn the mind towards, pay attention to, regard (cf.ἐπιστροφή 11.3
),τινός Anacr.96
, S. Ph. 599, Phld.Lib.p.15 O., AP5.47 (Rufin.); τῶν ἰδίων οὐδὲν ἐ. Thgn. 440;εἴς τι Alex.Aphr.in Sens.57.18
: abs., return to oneself, pay attention,ἐπιστραφείς Hdt.1.88
;οὐκ ἦλθες,.. οὐδ' ἐπεστράφης E.Rh. 400
; οὐκ ἐπεστράφη, = οὐκ ἐφρόντισε (just above), D.23.136, cf. 10.9, AP11.319 (Autom.).b. conduct oneself, behave, A22 (Decr. Amphict., iii B.C.).4. c.acc., θεοῦ νιν κέλευσμ' ἐπεστράφη turned against her, E.Andr. 101 (lyr.).5. [tense] pf.part. [voice] Pass. ἐπεστραμμένος, = ἐπιστρεφής, earnest, vehement,λέγειν ἐπεστραμμένα Hdt.8.62
;ἀφέλεια -στραμμένη Philostr.VS1.7.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρέφω
-
2 ἐπιστρεπτικός
A reflexive, capable of returning to its source,δύναμις Procl.in Prm. p.607S.
;ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15
; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: [comp] Comp., Dam.Pr.77. Adv. - κῶς ib. 221:—also as gloss on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστρεπτικός
-
3 εὐνοητικός
A kindly disposed,πρὸς ἑαυτό Hierocl. p.41
A. Adv. benevolently, διακεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Stoic. ap. Stob.2.7.11i.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐνοητικός
-
4 μέγας
μέγᾰς, μεγάλη [pron. full] [ᾰ], me/ga?μέγαςX, gen. μεγάλου, ης, ου, dat. μεγάλῳ, ῃ, ῳ, acc. μέγᾰν, μεγάλην, μέγᾰ; dual μεγάλω, α, w; pl. μεγάλοι, μεγάλαι, μεγάλα, etc.: the stem μεγάλο- is never used in sg. nom. and acc. masc. and neut., and only once in voc. masc.,I big, of bodily size: freq. of stature,εἶδος.. μ. ἦν ὁράασθαι Od.18.4
;κεῖτο μ. μεγαλωστί Il.16.776
;ἠΰς τε μ. τε Od.9
. 508; φῶτα μέγαν καὶ καλόν ib. 513;καλή τε μεγάλη τε 15.418
;κάρτα μεγάλη καὶ εὐειδής Hdt.3.1
; φύσιν τίν' εἶχε φράζε; Answ. .b full-grown, of age as shown by stature,νῦν δ' ὅτε δὴ μ. εἰμί Od.2.314
; (anap.); later, elder of two persons of the same name, Wilcken Chr. 305 (iii B. C.);Σκιπίων ὁ μ. Plb.18.35.9
.c of animals, μ. ἵπποι, βοῦς, σῦς, Il.2.839, 18.559, Od.19.439;αἰετός Pi.I.6(5).50
.2 generally, vast, high, οὐρανός, ὄρος, πύργος, Il.1.497, 16.297, 6.386; wide, πέλαγος, λαῖτμα θαλάσσης, Od.3.179, 5.174; long, ἠϊών, αἰγιαλός, Il.12.31,2.210: sts. opp.ὀλίγος, κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀ. Od.10.94
; but usu. opp. μικρός orσμικρός, πρὸς ἑαυτὸ ἕκαστον καὶ μ. καὶ σμικρόν Anaxag. 3
;τὸ ἄπειρον ἐκ μεγάλου καὶ μικροῦ Arist.Metaph. 987b26
, etc.II of quality or degree, great, mighty, freq. epith. of gods,ὁ μ. Ζεύς A. Supp. 1052
(lyr.), etc.; μεγάλα θεά, of Demeter and Persephone, S. OC 683 (lyr.); θεοὶ μεγάλοι, of the Cabiri, IG12(8).71 ([place name] Imbros), etc.; Μήτηρ μ., of Cybele, SIG1014.83 (Erythrae, iii B. C.), 1138.3 (Delos, ii B. C.);Μήτηρ θεῶν μ. OGI540.6
([place name] Pessinus), etc.;Ἴσιδος μ. μητρὸς θεῶν PStrassb.81.14
(ii B.C.);μ. ἡ Ἄρτεμις Ἐφεσίων Act.Ap.19.28
; τίς θεὸς μ. ὡς ὁ θεὸς ἡμῶν; LXX Ps.76(77).13;ὁ μ. θεός Ep.Tit.2.13
; of men,μ. ἠδὲ κραταιός Od.18.382
;ὀλίγος καὶ μ. Callin.1.17
, etc.; μέγας ηὐξήθη rose to greatness, D.2.5; ἤρθη μ. ib.8; βασιλεὺς ὁ μ., i. e. the King of Persia, Hdt.1.188, etc. (θεῶν β. ὁ μ., of Zeus, Pi.O. 7.34);βασιλεὺς μ. A.Pers.24
(anap.); as a title of special monarchs,Ἀρδιαῖος ὁ μ. Pl.R. 615c
;ὁ μ. Ἀλέξανδρος Ath.1.3d
;ὁ μ. ἐπικληθεὶς Ἀντίοχος Plb.4.2.7
, etc.;μ. φίλος E.Med. 549
;πλούτῳ τε κἀνδρείᾳ μ. Id.Tr. 674
;ἐπὶ μέγα ἦλθεν ἰσχύος Th.2.97
.2 strong, of the elements, etc., ἄνεμος, λαῖλαψ, Ζέφυρος, Od.19.200, 12.408, 14.458; of properties, passions, qualities, feelings, etc., of men, θάρσος, πένθος, ποθή, etc., 9.381, Il.1.254, 11.471, etc.;ἀρετή Od.24.193
, Pi. O.8.5;θυμός Il.9.496
, E.Or. 702;κλέος Il.6.446
;ἄχος 9.9
;πυρετός Ev.Luc.4.38
(incorrect acc. to Gal.7.275); ἡ μ. νοῦσος epilepsy, Hp. Epid.6.6.5, cf. Gal.17(2).341.3 of sounds, great, loud, ἀλαλητός, ἰαχή, πάταγος, ὀρυμαγδός, Il.12.138, 15.384, 21.9, 256; θόρυβοι, κωκυτός, S.Aj. 142 (anap.), E.Med. 1176; ;μὴ φώνει μέγα S.Ph. 574
.4 generally, great, mighty,ὅρκος Il.19.113
; ὄλβος, τιμά, Pi.O.1.56, P.4.148; μ. λόγος, μῦθος, a great story, rumour, A.Pr. 732, S.Aj. 226 (lyr.); ἐρώτημα a big, i. e. difficult, question, Pl.Euthd. 275d, Hp.Ma. 287b; weighty, important,τόδε μεῖζον Od.16.291
; μέγα ποιέεσθαί τι to esteem of great importance, Hdt.3.42, cf. 9.111;μέγα γενέσθαι εἴς τι X.HG7.5.6
;μ. ὑπάρχειν πρός τι Id.Mem.2.3.4
;μέγα διαφέρειν εἴς τι Pl.Lg. 78o
c; οὐκ ἂν εἴη παρὰ μέγα τὸ δικολογεῖν not of great importance, Phld.Rh.2.85 S.; τὸ δὲ μέγιστον and what is most important, Th.4.70, cf. 1.142; οἱ μέγιστοι καιροί the most pressing emergencies, D.20.44; μ. ὠνησάμενοι χρημάτων for large sums, Plb. 4.50.3, etc.5 with a bad sense, over-great, μέγα εἰπεῖν to speak big, and so provoke divine wrath, Od.22.288;λίην μέγα εἶπες 3.227
, 16.243;μέγα ἔργον 3.261
, Pi.N.10.64;ἔργων μ. A.Ag. 1546
(anap.);ὠμὸν τὸ βούλευμα καὶ μ. Th.3.36
; ἔπος μ., μ. λόγοι, S.Aj. 423 (lyr.), Ant. 1350 (anap.); μ. γλῶσσα ib. 127 (anap.);μηδὲν μέγ' εἴπῃς Id.Aj. 386
;μὴ μέγα λέγε Pl.Phd. 95b
;μὴ μεγάλα λίαν λέγε Ar.Ra. 835
;μέγα φρονεῖν S.OT 1078
, E.Hipp.6;μεγάλα φρονεῖν Ar.Ach. 988
; μεγάλα, μεῖζον ἢ δικαίως πνεῖν, E.Andr. 189, A.Ag. 376 (lyr.);μέγα τι παθεῖν X.An.5.8.17
; .6 of style. impressive, Demetr.Eloc. 278; μεῖζον more striking, ib. 103.7 of days, long, Gal.12.714.B Adv. μεγάλως [ᾰ] greatly, mightily, Od.16.432, Hes.Th. 429, Hdt.1.16,30, al., X.Cyr.8.2.10, Parth.28.1, etc.; strengthd.,μάλα μ. Il.17.723
;δμαθέντες μ. A.Pers. 907
(lyr.); with Adjs., Hdt. 1.4, 7.190.II more freq. neut. sg. μέγα as Adv., very much, exceedingly, μ. χαῖρε all hail!, v. l. for μάλα in Od.24.402; esp. with Verbs expressing strong feeling,μ. κεν κεχαροίατο Il.1.256
;μ. κήδεται 2.27
, etc.: with Verbs expressing power, might,μ. πάντων.. κρατέει 1.78
;ὃς μ. πάντων.. ἤνασσε 10.32
;πατρὸς μ. δυναμένοιο Od.1.276
, cf. Hom.Epigr.15.1, A.Eu. 950 (anap.), E.Hel. 1358 (lyr.), Ar.Ra. 141, Pl.R. 366a;μ. δύνασθαι παρά τινι Th.2.29
;πλουτέειν μ. Hdt.1.32
; or those expressing sound, loudly, μ. ἰάχειν, ἀῧσαι, βοῆσαι, εὔξασθαι, ἀμβῶσαι, Il.2.333, 14.147, 17.334, Od.17.239, Hdt.1.8 (also pl.,μεγάλ' εὔχετο Il.1.450
; μ. αὐδήσαντος, μ. ἤπυεν, Od.4.505, 9.399): strengthd.,μάλα μ. Il.15.321
;μ. δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων 5.838
, etc.: so in Trag. with all kinds of Verbs, μ. στένειν, σθένειν, χλίειν, A.Ag. 711 (lyr.), 938, Ch. 137: also in pl.,μεγάλα.. δυστυχεῖς Id.Eu. 791
(lyr.).2 of Space, far,μέγα προθορών Il.14.363
; ἄνευθε μέγα far away, 22.88; .3 with Adjs., as μέγ' ἔξοχος, μέγα νήπιος, Il.2.480, 16.46; μ. νήπιε Orac. ap. Hdt.1.85;μ. πλούσιος Id.1.32
, 7.190;ὦ μέγ' εὔδαιμον κόρη A.Pr. 647
: with [comp] Comp. and [comp] Sup., by far, μέγ' ἀμείνονες, ἄριστος, φέρτατος, Il.4.405, 2.82, 16.21.C degrees of Comparison (regul. μεγαλώτερος, -ώτατος late, EM780.1,2):1 [comp] Comp. μείζων, ον, gen. ονος, [dialect] Ep., [dialect] Att. (also Delph., SIG 246 H 260 (iv B. C.)); [dialect] Ion., Arc., [dialect] Dor., [dialect] Aeol. μέζων, ον, Heraclit. 25, Hp.Acut.44, Hdt.1.26, IG7.235.16 ([place name] Oropus), 5(2).3.18 ([place name] Tegea), Epich.62 (also early [dialect] Att., IG12.22.65, but [με] ίζων ib.6.93, by analogy of ὀλείζων ib.76,95); dat. pl.μεζόνεσσι Diotog.
ap. Stob.4.7.62: written μέσδων in Sapph.Supp.7.6, Plu.Lyc.19: cf. [full] μέττον· μεῖζον, Hsch. (dub.); laterμειζότερος 3 Ep.Jo.4
(used as title, elder, POxy. 943.3 (vi A. D.), etc.);μειζονώτερος A.Fr. 434
:—greater, longer, taller, Il.3.168, 9.202, etc.; freq. also, too great, ; Μηνόφιλος μείζων M. the elder, Ostr.Bodl.vC 2 (ii A. D.); as title, μειζων κώμης headman of a village, POxy.1626.5 (iv A. D.), etc.: generally, the higher authority, PLond.2.214.22 (iii A. D.), POxy.1204.17 (pl., iii A. D.); οὔτε μεῖζον οὔτε ἔλαττον, a strong form of denial, nothing whatever, D.H.Comp.4; . Adv. , Th.1.130, X.Cyn.13.3, Isoc.9.21, etc.; [dialect] Ion.μεζόνως Hdt.3.128
, Herod.4.80, etc.: neut. as Adv.,μεῖζον σθένειν S.Ph. 456
, E.Supp. 216;μ. ἰσχύειν D.Ep.3.28
;ἐπὶ μ. ἔρχεται S.Ph. 259
.2 [comp] Sup. μέγιστος, η, ον, Il.2.412, etc.: neut. as Adv.,μέγιστον ἴσχυσε S.Aj. 502
; δυνάμενος μ., c. gen., Hdt.7.5, 9.9: with another [comp] Sup.,μέγιστον ἐχθίστη E.Med. 1323
: in pl.,χαῖρ' ὡς μέγιστα S.Ph. 462
;θάλλει μ. Id.OC 700
(lyr.);τὰ μέγιστ' ἐτιμάθης Id.OT 1203
(lyr.); ἐς μέγιστον ib. 521;ἐς τὰ μ. Hdt.8.111
:—late [comp] Sup.μεγιστότατος PLond.1.130.49
(i/ii A. D.). (Cf. Skt. majmán- 'greatness', Lat. magnus, Goth. mikils 'great'.) -
5 συντρέχω
A- δρᾰμοῦμαι X.An.7.6.6
: [tense] aor. 2 συνέδρᾰμον (v. infr.): [tense] pf.- δεδράμηκα PTeb.48.26
(ii B.C.):— run together so as to meet in battle, encounter,Πηνέλεως δὲ Λύκων τε συνέδραμον Il.16.335
; ξιφέεσσι ς. ib. 337; εἰς τὰς χεῖρας ς. Plb.2.33.5;σ. εἰς χεῖράς τινι Plu.Art.7
: metaph., εἰπὲ τῷ μόρῳ ξυντρέχει say with what death she has met, S.Tr. 880 (lyr.).2 assemble, gather together, Hdt.8.71;ἐς τὴν ὁδόν Id.2.121
.δ ; εἰς τὴν ἐκκλησίαν Lycurg.16
; run up to the rescue, Plu. Cam.27; συνδράμετε, Ῥωμαῖοι, Lat. concurrite, POxy.33 iii 8 (ii A.D.);συνδραμόντων πλειόνων καὶ ἐπιτιμώντων αὐτῷ PLond.1.106.19
(ii B.C.);ἐξέπεσον ἐκ τῆς ἰδίας, συνδραμόντων ἐπ' αὐτοὺς τῶν ὁμοεθνῶν, διὰ τὸ παρασπονδῆσαι τοὺς αὑτῶν οἰκείους Plb.2.7.6
; of clouds, gather, Hdt. 1.87; of liquids, κάθυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει is mingled with.., S.OC 160 (lyr.); πρὸς τὴν τῆς ἐκμυζήσεως συναίσθησιν πλεῖον ἐπὶ τοὺς τόπους συντρέχει [τὸ γάλα] Sor.1.77, cf. Gal.15.512; ὑπερθοῦ.. ἵνα καὶ τὰ κοῦφά σοι συνδράμῃ wait.. till your jars come in (accumulate), PFlor.134*.7 (iii A.D.);τῶν ἀργυρίων ὀφλόντων συνδραμεῖν PLips.64.13
(iv A.D.); ἔλεγεν.. συντρέχειν ἔτη πρὸς τὰ πή said the total amounted to 88 years, UPZ 162v32 (ii B.C.).3 concur, agree, ; συντρέχειν τοῖς κριταῖς concur in the choice of judges, X.Cyr.8.2.27;μηκέτι τῆς βουλήσεως συνδραμούσης Alex.Aphr.de An.73.2
.4 of lines, run together, meet,εἰς μίαν βάσιν E.Fr.382.12
: metaph.,δεῖ τινα τέσσαρα συνδραμεῖν εἰς οἴκου σύστασιν Arist.Fr. 182
;κατὰ τὴν πρόθεσιν αὐτῷ συντρεχόντων τῶν πραγμάτων Plb.3.43.11
.5 concur, coincide, of points of time, ; τοῦ.. χρόνου τὸ μῆκος αὐτὸ ς. exactly coincides, E.Or. 1215;εἰς ταὐτὸν τὸ δίκαιον ἅμα καὶ ὁ καιρὸς καὶ τὸ συμφέρον συνδεδράμηκεν D.17.9
, cf. Isoc.6.68; of symptoms, Sor.2.8; impers., συντρέχει εἰς ἓν τόδε there is a concurrence in this one point, E.Fr. 580; σ. τινί concur or coincide with, S.Tr. 295;συντρέχει τῇ γνώσει τὸ τερπνόν Epicur. Sent.Vat.27
(= Metrod.Fr.47); σ. τῇ διαβολῇ concur in, second, Luc. DMeretr.10.4, cf. Mitteis Chr.96.11 (iv A.D.);σ. βασιλῆϊ
vie with,AP
7.420 (Diotim.).6 run together, shrink up,μύες Hp.Fract.35
;τρίχες X.Cyn.10.17
, cf. Arist.GA 782b27;πλεκτάνη σ. εἰς ἑαυτήν Plu. 2.978d
; χιτῶνος ἐπανισταμένου καὶ.. εἰς ἑαυτὸν ς. (with the respiration) Gal.8.744; εἰς ἑαυτό, of a tumour, disappear on pressure, Aët.7.86; συντρέχοντος τοῦ δέρματος διὰ τὴν ἰδίαν μαλακότητα yielding, Antyll. or lleliod. ap. Orib.45.18.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντρέχω
-
6 ἐνδίδωμι
A give in: hence,I give into one's hands, give up to,ἀσκὸν ἔνδος μοι E.Cyc. 510
(lyr.), etc.;ἑαυτόν τινι Pl.R. 561b
, cf. Ar.Pl. 781 (v. l.);τινὰ τοῖς πολεμίοις Pl.R. 567a
; ἐ. πόλιν surrender a city, esp. by treachery, Th.4.66, cf. X.HG7.4.14, etc.; τοῖς Ἀθηναίοις τὰ πράγματα ἐ. Th.7.48, cf. 2.65:—[voice] Pass., : impers., οὐδὲν ἐνεδίδοτο ἀπὸ τῶν ἔνδον no sign of surrender was made, Arr.An.1.20.6.4 [voice] Pass., to be interposed,ἐνδοθεισῶν ὀλίγων ἡμερῶν Aët.13.121
.II lend, afford, ἐνδιδόναι τινὶ Χερὸς στηρίγματα lend him a supporting hand, E.IA 617; ἐ. ἀφορμάς give an occasion, Id.Hec. 1239; ;πρόφασίν τινι κακῷ γενέσθαι Th.2.87
, cf. D.18.158;καιρόν Id.4.18
; ἐ. ὑποψίαν ὡς .. give ground for suspicion that.., Pl.Lg. 887e;ἐλπίδας τινί τινος Plu.Alc.14
:—cause, excite,λὺγξ σπασμὸν ἐνδιδοῦσα Th.2.49
; ποθήν, δίψαν, Aret.SA2.1, CA 1.10;τάδε τῆς ψυχῆς τοῦ στομάχου -όντος εἶναι δεῖ τὴν πάθην Id.SD 2.6
.III show, exhibit,δικαιοσύνην καὶ πιστότητα ἐνέδωκαν, ἄχαρι δὲ οὐδέν Hdt.7.52
; μαλακὸν ἐνδιδόναι οὐδέν show no sign of flagging, Id.3.51, 105, Ar.Pl. 488;ἢν δ' ἐνδιδῷ τι μαλθακόν E.Hel. 508
;ἵνα σοὶ μηδὲν ἐνδοίην πικρόν Id.Andr. 225
.IV grant, concede, εἰ δ' ἐνδιδοίης, ὥσπερ ἐνδίδως, λόγον ib. 965; ἐ. οὐδέν make no concession, Th. 2.12; ἐ. τι make a concession, ib.18;ἐ. ὁποσονοῦν Id.4.37
;κἂν παίζων τίς σοι ἐνδῷ ὁτιοῦν Pl.Grg. 499b
.V intr., allow, permit,ὅσον ἐνέδωκαν αἱ μοῖραι Hdt.1.91
; give in, give way, οὐ πρότερον ἐνέδοσαν ἢ .. Th.2.65; ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐνδόντας ib.81; flag, fail, ; τὸ ἐνδιδόν the weak spot, Luc.Anach.26; ἐ. τινί yield to..,οἴκτῳ Th.3.37
;ἀλλήλοις Id.4.44
;τῇ τῶν πλειόνων γνώμῃ D.Prooem.34
;τῇ διακρίσει Dam.Pr. 303
;πρὸς ὕπνον Plu.Sull. 28
; ἐ. πρὸς τὰς διαλύσεις show an inclination towards.., Id.Flam. 9.2 of ailments, abate, Aret.SA1.10; but ἢν τὸ οὖρον μὴ ἐνδῷ does not pass, Hp.Prog.19:—in S.OC 1076, Elmsl. restored ἐνδώσειν from Sch.3 of elastic substances, give way, yield, οἰσοφάγος ἐ. Arist.PA 664a34; of the air, Id.Pr. 937b34; of trees, be flexible, Thphr. HP5.6.1; of the flanks and eyes, fall in, Arist.Pr. 876a37, cf. GA 747a16; of a corpse, decompose, Parth.31.2; of a funeral-pile, Thphr. HP9.3.3; ἐρείσματα ἐ. the props give way, Plb.5.100.5.4 εἴσω ἐνδιδοῖ τὸ ἄλγος penetrates inwardly, Aret.CA1.10.VI give the key-note of a tune, strike up,τοῖς ἵπποις τὸ ὀρχηστικὸν μέλος Arist.Fr. 583
: abs.,ἡγεῖτο.. εῖς ἀνήρ, ὃς ἐνεδίδου τοῖς ἄλλοις τὰ τῆς ὀρχήσεως σχήματα D.H.7.72
, cf. Luc.Rh.Pr.13; τὰ ἐνδιδόμενα orders, words of command, Arr.Tact.31.6: metaph., give the key-note, of a speech, Arist.Rh. 1414b26; cf. ἐνδόσιμος (but ἐ. φωνήν cry aloud, LXXNu.14.1):τοῖς μεθ' ἑαυτὸ τὴν γόνιμον ἐ. πρόοδον Procl.Inst. 152
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδίδωμι
-
7 ἑαυτοῦ
ἑαυτοῦ, ῆς, οῦ, ἑαυτῷ, ῇ, ῷ, ἑαυτόν, ήν, ό, pl. ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, ἑαυτούς άς, ά: [dialect] Ion. [full] ἑωυτοῦ SIG57.44 (Milet., v B. C.), etc.; alsoAωὑτῆς Herod. 6.84
,ωὑτέου Aret.SA1.7
([dialect] Ion. ἑωυ- by contraction of ἕο αὐ-, from which also [dialect] Att. ἑᾱυ-, freq. written ἑατοῦ in Pap. and Inscrr., as SIG 774.2 (Delph., i B.C.): [dialect] Att. [var] contr. [full] αὑτοῦ, etc., which is the usual form in Trag., though ἑαυτοῦ, etc., are used (though rarely) when the metre requires, A.Pr. 188 (anap.), al.; in [dialect] Att. Inscrr. αὑτοῦ prevails after B.C. 300; Cret. [full] ϝιαυτοῦ Kohler-Ziebarth Stadtrecht von Gortyn p.34; [dialect] Dor. [full] αὐταυτοῦ, [full] αὐσαυτοῦ (q. v.); Thess. [full] εὑτοῦ (dat.), IG9(2).517.16: gen.pl. [full] ηὑτῶν Schwyzer 251 A 44 ([place name] Cos):—reflex. Pron. of [ per.] 3rd pers., of himself, herself, itself, etc.; first in Alc.78, Hdt., and [dialect] Att. (Hom. has ἕο αὐτοῦ, οἷ αὐτῷ, ἑ αὐτόν): αὐτὸ ἐφ' ἑαυτό (v.l. - τοῦ ) itself by itself, absolutely, Pl.Tht. 152b; αὐτὸ ἐφ' αὑτοῦ ib. 160b;ὅταν τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος σπεύδῃ Th.1.141
;αὐτὸ καθ' αὑτό Pl.Tht. 157a
; αὐτὰ πρὸς αὑτά ib. 154e; ἀφ' ἑαυτῶν, ἑαυτοῦ, of themselves, himself, Th. 5.60, X.Mem.2.10.3; ἐφ' ἑαυτοῦ, v. ἐπί; ἐν ἑαυτῷ γίγνεσθαι, ἐντὸς ἑαυτοῦ γ., v. ἐν, ἐντός; παρ' ἑαυτῷ at his own house, ib.3.13.3, etc.: esp. with [comp] Comp. and [comp] Sup., ἐγένοντο ἀμείνονες αὐτοὶ ἑωυτῶν they surpassed themselves, Hdt.8.86; πλουσιώτεροι ἑαυτῶν continually richer, Th.1.8;θαρραλεώτεροι αὐτοὶ ἑαυτῶν Pl.Prt. 350a
, cf. d; τῇ αὐτὸ ἑωυτοῦ ἐστι μακρότατον at its very greatest length, Hdt.2.8, cf. 149, 4.85, 198.II in [dialect] Att., Trag., and later, αὑτοῦ, etc., is used for the [ per.] 1st or [ per.] 2nd pers., as forἐμαυτοῦ, αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ A.Ch. 221
, cf. S.OT 138, etc.; forσεαυτοῦ, μόρον τὸν αὑτῆς οἶσθα A.Ag. 1297
, cf. 1141, Pl.Phd. 101c (v.l.), Ph.Bel.59.16, etc.: so in pl., τὰ αὑτῶν ( = ἡμῶν αὐτῶν)ἐκποριζώμεθα Th.1.82
;δώσομεν ἑαυτούς Epicur.Sent.Vat.47
; ἐφ' ἑαυτοῖς by ourselves, LXX 1 Ki.14.9, cf. PPar.47.26 (ii B. C.), 2 Ep.Cor.7.1, etc.; ἑαυτῶν, = ὑμῶν αὐτῶν, PPar. 63.128 (ii B. C.).III pl., ἑαυτῶν, ἑαυτοῖς, etc., is sts. used for ἀλλήλων, ἀλλήλοις, one another,διάφοροι ἑωυτοῖσι Hdt.3.49
;παρακελευόμενοι ἐν ἑαυτοῖς Th.4.25
, etc.; καθ' αὑτοῖν one against the other, S. Ant. 144 (anap.);πρὸς αὑτούς D.18.19
;περιιόντες αὑτῶν πυνθάνονται Id.4.10
, cf. Pl.Ly. 215b. -
8 συμπλέκω
V 4-0-4-4-0=12 Ex 28,22; 36(39),12.22.28; Ez 24,17A: to plot [τι] Ps 57(58),3P: to be woven, to be plaited, to be twined together Ex 28,22; to be entangled with [τινι] (metaph.) Prv 20,3; to embrace [μετά τινος] (see μετά) Hos 4,14; to collide, to clash together Na 2,5; to be joined to [πρός τι] Zech 14,13ἔργον ὑφαντὸν εἰς ἄλληλα συμπεπλεγμένον καθ᾽ ἑαυτό a work woven by mutual twisting of the parts into one another Ex 36,12Cf. HELBING 1928, 308
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Χέγγελ, Γκεόργκ Βίλχελμ Φρίντριχ — (Georg Hegel, Στουτγάρδη 1770 – Βερολίνο 1831). Γερμανός φιλόσοφος. Είναι ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του γερμανικού ιδεαλισμού και ο φιλόσοφος με τον οποίο αποκορυφώνεται και τερματίζεται η καθεαυτό κλασική φιλοσοφία. Η ζωή του. Μπήκε στη… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
ισοδυναμία ή ισότητα — Όρος της Λογικής, σύμφωνα με τον οποίο αν Α και Β αποτελούν δύο λογικές προτάσεις και συμβαίνει από την Α να συνάγεται η Β και από τη Β να συνάγεται η Α, τότε θεωρείται ότι η πρόταση Α είναι ισοδύναμη με τη Β και γράφεται συμβολικά: Α ⇔ Β. Δηλαδή … Dictionary of Greek